- ψιλίζομαι
- ΜΑ [ψιλός]αποψιλώνομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψιλιζόμενον — ψιλίζομαι pres part mp masc acc sg ψιλίζομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλισθείς — ψιλίζομαι aor part mp masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλισθῆναι — ψιλίζομαι aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλίζεσθαι — ψιλίζομαι pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐψιλίζετο — ψιλίζομαι imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλισμός — ὁ, Μ [ψιλίζομαι] ψίλωση, αποψίλωση … Dictionary of Greek
ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… … Dictionary of Greek